- προσποίηση
- ηη πράξη του προσποιούμαι, αφύσικος τρόπος συμπεριφοράς: Εκείνη η προσποίησή του ενοχλεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προσποίηση — η / προσποίησις, ήσεως, ΝΜΑ [προσποιοῡμαι] ψεύτικος και υποκριτικός τρόπος συμπεριφοράς, επιτήδευση, υποκρισία νεοελλ. (στα ομαδικά αθλήματα) εξαπάτηση αντίπαλου παίκτη με κατάλληλη κίνηση τού σώματος αρχ. 1. το να παίρνει κανείς κάτι για τον… … Dictionary of Greek
προσποιήσῃ — προσποιήσηι , προσποίησις taking something to oneself fem dat sg (epic) προσποιέω make over to aor subj mid 2nd sg προσποιέω make over to aor subj act 3rd sg προσποιέω make over to fut ind mid 2nd sg προσποιέω make over to aor subj mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσποιήσηι — προσποίησις taking something to oneself fem dat sg (epic) προσποιήσῃ , προσποιέω make over to aor subj mid 2nd sg προσποιήσῃ , προσποιέω make over to aor subj act 3rd sg προσποιήσῃ , προσποιέω make over to fut ind mid 2nd sg προσποιήσῃ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσποιητός — ή, ό / προσποιητός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός, και προσποίητος, ον, Α [προσποιοῡμαι] 1. αυτός που γίνεται κατά προσποίηση, ψεύτικος, πλαστός, επίπλαστος, επιτηδευμένος, υποκριτικός (α. «προσποιητό χαμόγελο» β. «προσποίητος φιλανθρωπία», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
ακατακάλυπτος — η, ο (Α ἀκατακάλυπτος, ον) [κατακαλύπτω] αυτός που δεν έχει σκεπαστεί εξ ολοκλήρου νεοελλ. 1. τελείως ακάλυπτος, φανερός 2. (ως στρατιωτ. όρος) τόπος που δεν προστατεύεται καθόλου με προκαλύμματα αρχ. 1. ασκεπής, με ακάλυπτο κεφάλι (κυρίως για… … Dictionary of Greek
δικαιοπραξία — Κάθε εκδήλωση της ιδιωτικής βούλησης για την επίτευξη ενός σκοπού, o οποίος προστατεύεται από το δίκαιο. Η δ. διακρίνεται από τη νομική πράξη επειδή σε αυτή λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η θέληση για την πράξη αλλά και η επιδίωξη του πρακτικού σκοπού … Dictionary of Greek
ειρωνεία — η (AM εἰρωνεία) λεπτός εμπαιγμός τών ελαττωμάτων, τής συμπεριφοράς ή τών λόγων τών άλλων νεοελλ. φρ. 1. «ειρωνεία τής τύχης» η απροσδόκητη αλλαγή προς το χειρότερο τής τύχης που φαινόταν ευνοϊκή 2. «σωκρατική ειρωνεία» η φιλοσοφική, παιδευτική… … Dictionary of Greek
εκζήτηση — η (Α ἐκζήτησις) νεοελλ. 1. επίμονη αναζήτηση και χρήση ασυνήθιστου πράγματος («εκζήτηση λέξεων») 2. επιτήδευση, προσποίηση αρχ. αναζήτηση, έρευνα … Dictionary of Greek
θεατρινισμός — ο [θεατρίνος] προσποίηση, επιτηδευμένη στάση, υπερβολική υποκρισία … Dictionary of Greek
κακοζηλία — ἡ (AM κακοζηλία) [κακόζηλος] (ρητ.) υπερβολική προσποίηση, επιτήδευση, εκζήτηση μσν. αρχ. κακός ζήλος, κακή μίμηση … Dictionary of Greek